ζευγηλατρις

ζευγηλατρις
    ζευγηλατρίς
    -ίδος ἥ Soph. f к ζευγηλάτης См. ζευγηλατης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζευγηλατρις" в других словарях:

  • ζευγηλατρίς — the driver of a yoke of oxen fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγηλάτης — ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) βλ. ζευγολάτης …   Dictionary of Greek

  • ζευγολάτης — και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση τού ο τού ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»